Εσείς οι νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
Και της καινούργιας χαραυγής πάνω στις πολιτείες
Που δε χτίστηκαν ακόμα,
Και σεις που δε γεννηθήκατε,
Ακούστε τώρα τη φωνή τη δική μου,
Που πέθανα όχι δοξασμένα, αλλά,
Σαν τον αγρότη πού δεν όργωσε το χωράφι του
Και τον χτίστη πού ξετσίπωτα το έβαλε στα πόδια
Σαν είδε την τρύπια στέγη,
Έτσι κ’ εγώ,
Δε βάδισα με την εποχή μου, ξόδεψα τις μέρες μου,
Και τώρα πρέπει να σας παρακαλέσω
Να πείτε εσείς αυτά πού δεν ειπώθηκαν,
Να κάνετε αυτά πού δεν έγιναν, και μένα
Γρήγορα να με ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Για να μην παρασύρει και σας
Το δικό μου κακό παράδειγμα.
Αχ, γιατί κάθισα στων στείρων το τραπέζι
Τρώγοντας το φαΐ πού αυτοί δεν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τα καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους άσκοπη κουβέντα.
Έξω όμως διάβαιναν οι αδίδακτοι
Διψασμένοι για να μάθουν.
Αχ, γιατί,
Τα τραγούδια μου δεν υψώθηκαν στα μέρη εκείνα
Που θρέφουν τις πολιτείες,
Εκεί που ναυπηγούνται τα καράβια;
Γιατί δεν υψώθηκαν σαν τον καπνό που αφήνουν
πίσω τους στον ορίζοντα οι γρήγορες ατμομηχανές;
Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι στάχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι και δημιουργικοί.
Ούτε μια λέξη
Δεν ξέρω να πω σε σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μια υπόδειξη δε θα μπορούσα να σας κάνω
Με δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς το δρόμο να δείξει;
Αυτός πού δεν τον διάβηκε!
Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δε μένει
Παρά να σας ζητήσω
Να μη δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν από το δικό μας
Σάπιο στόμα,
Ούτε και συμβουλή καμιά να μη δεχτείτε
Απ’ αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιο το καλό για σας και τι σάς βοηθάει
Τον τόπο να χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
Να ρημάξει σαν την πανούκλα,
Και για να κάνετε τις πολιτείες
Επιτέλους Κατοικήσιμες
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Και της καινούργιας χαραυγής πάνω στις πολιτείες
Που δε χτίστηκαν ακόμα,
Και σεις που δε γεννηθήκατε,
Ακούστε τώρα τη φωνή τη δική μου,
Που πέθανα όχι δοξασμένα, αλλά,
Σαν τον αγρότη πού δεν όργωσε το χωράφι του
Και τον χτίστη πού ξετσίπωτα το έβαλε στα πόδια
Σαν είδε την τρύπια στέγη,
Έτσι κ’ εγώ,
Δε βάδισα με την εποχή μου, ξόδεψα τις μέρες μου,
Και τώρα πρέπει να σας παρακαλέσω
Να πείτε εσείς αυτά πού δεν ειπώθηκαν,
Να κάνετε αυτά πού δεν έγιναν, και μένα
Γρήγορα να με ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Για να μην παρασύρει και σας
Το δικό μου κακό παράδειγμα.
Αχ, γιατί κάθισα στων στείρων το τραπέζι
Τρώγοντας το φαΐ πού αυτοί δεν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τα καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους άσκοπη κουβέντα.
Έξω όμως διάβαιναν οι αδίδακτοι
Διψασμένοι για να μάθουν.
Αχ, γιατί,
Τα τραγούδια μου δεν υψώθηκαν στα μέρη εκείνα
Που θρέφουν τις πολιτείες,
Εκεί που ναυπηγούνται τα καράβια;
Γιατί δεν υψώθηκαν σαν τον καπνό που αφήνουν
πίσω τους στον ορίζοντα οι γρήγορες ατμομηχανές;
Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι στάχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι και δημιουργικοί.
Ούτε μια λέξη
Δεν ξέρω να πω σε σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μια υπόδειξη δε θα μπορούσα να σας κάνω
Με δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς το δρόμο να δείξει;
Αυτός πού δεν τον διάβηκε!
Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δε μένει
Παρά να σας ζητήσω
Να μη δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν από το δικό μας
Σάπιο στόμα,
Ούτε και συμβουλή καμιά να μη δεχτείτε
Απ’ αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιο το καλό για σας και τι σάς βοηθάει
Τον τόπο να χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
Να ρημάξει σαν την πανούκλα,
Και για να κάνετε τις πολιτείες
Επιτέλους Κατοικήσιμες
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου