Βασίλεψες αστέρι μου και βούλιαξεν ο κόσμος.
έσβησε ο ήλιος, μάδησε και του σπιτιού μου ο δυόσμος.
Κρύβω την όψη ολάκαιρη στο μαύρο μου τσεμπέρι...
δε θέλω πια απ’ τον κόσμο αυτό σινιάλο και χαμπέρι.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Και, δες, μ’ ανασηκώσανε· χιλιάδες γιους ξανοίγω.
Μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.
Τα δάκρυα στερεύουνε, φουντώνουνε οι αντάρες,
χιλιάδες οι βλαστήμιες μου, χιλιάδες οι κατάρες.
«Να πέσει κεραυνού φωτιά στην κεφαλή τους πάνω
και με τα χέρια τούτα εδώ στο λάκκο να τους βάνω».
Γιε μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω τη φωνή μου,
σου παίρνω το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.
έσβησε ο ήλιος, μάδησε και του σπιτιού μου ο δυόσμος.
Κρύβω την όψη ολάκαιρη στο μαύρο μου τσεμπέρι...
δε θέλω πια απ’ τον κόσμο αυτό σινιάλο και χαμπέρι.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Και, δες, μ’ ανασηκώσανε· χιλιάδες γιους ξανοίγω.
Μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.
Τα δάκρυα στερεύουνε, φουντώνουνε οι αντάρες,
χιλιάδες οι βλαστήμιες μου, χιλιάδες οι κατάρες.
«Να πέσει κεραυνού φωτιά στην κεφαλή τους πάνω
και με τα χέρια τούτα εδώ στο λάκκο να τους βάνω».
Γιε μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω τη φωνή μου,
σου παίρνω το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου