Το αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου βρίσκεται στην Αργολίδα, στον αρχαιολογικό χώρο
του Ασκληπιείου. Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου ήταν από τα μεγάλα πανελλήνια ιερά
της αρχαιότητας. Ανήκε στην Επίδαυρο, μια μικρή πόλη-κράτος των κλασικών χρόνων
που βρισκόταν στην κοντινή, δυτική ακτή του Σαρωνικού, στη θέση του σημερινού
οικισμού της Παλαιάς Επιδαύρου. Τα οικοδομήματα του Ασκληπιείου, ναοί, αθλητικές εγκαταστάσεις, θέατρο, λουτρά κλπ, απλώνονταν σε μια στενή, ορεινή κοιλάδα περιβαλ-λόμενη από βουνά που αφήνουν μόνον μία διέξοδο προς την θάλασσα.
Ιστορικά στοιχεία για το θέατρο της Επιδαύρου
Στοιχείο τυπικό της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων, η λατρεία του Ασκληπιού πλαι-σιωνόταν με αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες καθώς επίσης και από παραστά-
σεις δράματος. Συνεπώς, οι εκδηλώσεις (μουσικοί, ωδικοί αγώνες, θεατρικές παρασ-
τάσεις) στο θέατρο αποτελούσαν αναπόσπαστο, ουσιαστικό μέρος των εορταστικών δρωμένων προς τιμήν του ιατρού θεού. Τις παραστάσεις παρακολουθούσαν οι ασθε-
νείς και οι προσκυνητές που προσέρχονταν στο ιερό. Η αρχιτεκτονική μορφή της
σκηνής του θεάτρου της Επιδαύρου δείχνει ότι αυτό προοριζόταν για την παρουσία-
ση δραμάτων με την συμβατική μορφή που οριστικοποιήθηκε στην Αθήνα κατά τον
5ο αιώνα π.Χ. Επιπλέον, αντίθετα απ' ό,τι συνέβη σε άλλα θέατρα των κλασικών ή ελληνιστικών χρόνων, το συγκεκριμένο δεν αναμορφώθηκε κατά τα ρωμαϊκά χρόνια
κι έτσι διατήρησε την αυθεντική του μορφή μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Κατά την επικρατέστερη επιστημονική άποψη κατασκευάστηκε σε δύο διακεκριμένες φάσεις.
Η πρώτη τοποθετείται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, περί το τέλος της πρώτης περιό-
δου ακμής του Ασκληπιείου που συνοδεύτηκε από σημαντική οικοδομική ανάπτυξη.
Η δεύτερη συμπίπτει με τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα.
Θέατρο Επιδαύρου - Αρχιτεκτονική
Το θέατρο είναι το καλύτερα διατηρημένο κτίσμα του Ασκληπιείου της Επιδαύρου.
Σε αυτό συναντάμε την χαρακτηριστική τριμερή διάρθρωση του ελληνιστικού θεάτ-
ρου στην ιδανική της έκφανση: κοίλο, ορχήστρα, σκηνικό οικοδόμημα. Η ορχήστρα
του είναι απολύτως κυκλική, με δάπεδο από πατημένο χώμα εγκιβωτισμένο σε λίθινο περιμετρικό δακτύλιο. Έχει διάμετρο 19,5 μέτρα και περιβάλλεται από ανοιχτό απο-χετευτικό αγωγό για την απομάκρυνση των νερών της βροχής που ρέουν από το κοίλο.
Το κοίλο του θεάτρου είναι άριστα προσαρμοσμένο στην φυσική κοιλότητα της βόρειας πλαγιάς του όρους Κυνόρτιο με κλίση περί τις 26 μοίρες. Αποτελείται από δύο μέρη που χωρίζονται από περιμετρικό διάδρομο: το κατώτερο έχει 34 σειρές εδωλίων και το ανώ-
τερο, που κατασκευάστηκε στην δεύτερη οικοδομική φάση, 21. Στενές κλίμακες ανόδου κατατέμνουν τα δύο μέρη σε σφηνοειδείς κερκίδες. Σε κάτοψη το κοίλο υπερβαίνει το ημικύκλιο η δε χάραξή του είναι ελαφρά ελλειψοειδής. Στα δύο άκρα καταλήγει σε ισχυ-
ρούς αναλημματικούς τοίχους. Η χωρητικότητά του θεάτρου ανέρχεται περίπου σε
14.000 θεατές. Το επίμηκες σκηνικό οικοδόμημα, που εφάπτονταν στην ορχήστρα κλείνοντας απ' άκρου σε άκρο το άνοιγμα του κοίλου προς βορρά, αναπτυσσόταν σε
δύο μέρη. Εμπρός βρισκόταν το υπερυψωμένο προσκήνιο με όψη ιωνικού ρυθμού και προέχοντα άκρα. Πίσω ορθωνόταν το διώροφο κτίριο της σκηνής. Η όψη του δεύτερου ορόφου αρθρωνόταν σε μεγάλα ανοίγματα για την υποδοχή ζωγραφιστών πινάκων (σκηνικών). Δύο ράμπες οδηγούσαν εκατέρωθεν στο επίπεδο του προσκηνίου.
Πυλώνες ιωνικού ρυθμού, με δύο θύρες συνέδεαν αρχιτεκτονικά την σκηνή με τα ανα-
λήμματα του κοίλου. Η άριστη ακουστική του Θεάτρου της Επιδαύρου, που ασφαλώς
θα ενισχυόταν από τον ανακλαστήρα του αρχικού σκηνικού οικοδομήματος, οφείλεται
στην τέλεια γεωμετρία του σχεδιασμού.
Ο Παυσανίας επισκέφθηκε το Θέατρο της Επιδαύρου γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή τουλάχιστον τέσσερις αιώνες μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης κατασκευαστι-
κής του φάσης, και εκφράζει απερίφραστο θαυμασμό για την ομορφιά και την αρμονία
του. Ως αρχιτέκτονα του διάσημου θεάτρου κατονομάζει τον Πολύκλειτο, στον οποίο πιστώνει και την κυκλική Θυμέλη (Θόλο). Παραμένει αδιευκρίνιστο αν ο αρχαίος περιη-γητής ταυτίζει τον αρχιτέκτονα των οικοδομημάτων με τον ομώνυμο, κορυφαίο Αργείο γλύπτη του 5ου αιώνα π.Χ. (που θα ήταν λάθος) και πάντως η αναφορά του παραμένει επιστημονικά ανεπιβεβαίωτη.
Η σημερινή μορφή του θεάτρου της Επιδαύρου είναι αποτέλεσμα διαδοχικών αναστηλω-τικών επεμβάσεων.
Θέατρο Επιδαύρου - Σύντομο αρχαιολογικό χρονικό
Το θέατρο λειτούργησε επί αρκετούς αιώνες. Το 395 μ.Χ. Γότθοι που εισβάλλουν στην Πελοπόννησο προκαλούν σοβαρές καταστροφές στο Ασκληπιείο. Το 426 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος απαγορεύει με διάταγμα την λειτουργία των Ασκληπιείων και το ιερό της Επιδαύρου κλείνει οριστικά ύστερα από σχεδόν 1.000 χρόνια λειτουργίας. Φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες επεμβάσεις ολοκληρώνουν την ερήμωση του χώρου.
Το κοίλο του θεάτρου θάβεται σε προσχώσεις μικρού βάθους και διασώζεται.
Αντιθέτως, τα προέχοντα ερείπια της σκηνής λεηλατούνται συστηματικά καθ' όλη την διάρκεια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Το 1881 η Αρχαιολογική Εταιρία
ξεκινά συστηματική ανασκαφή. Παρ' ότι το σκηνικό οικοδόμημα είναι αφανισμένο το
κοίλο αποκαλύπτεται σε καλή κατάσταση με μόνη φθορά τα γκρεμισμένα αναλήμματα. Σύντομα το θέατρο γίνεται διάσημο και ελκύει την προσοχή της ελληνικής κοινής γνώμης της εποχής που διακατέχεται από το επίμονο ιδεολόγημα της ιστορικής συνέχειας με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν. Η επανεμφάνιση του καλοδιατηρημένου αργολικού θεάτρου, ονομαστού ήδη από την αρχαιότητα, συσχετίζεται στενά με το θέμα της ανα-βίωσης του αρχαίου δράματος. Το πιεστικό αίτημα για πολιτιστική και οικονομική αξιο-ποίηση (δηλαδή χρήση) των αρχαίων θεάτρων ωθεί σε βιαστικές, λανθασμένες επεμβά-
σεις αποκατάστασης του κοίλου. Το 1907 αναστηλώνεται η δυτική πάροδος και ο παράπ- λευρος αναλημματικός τοίχος.
Δεύτερη φάση επεμβάσεων ακολουθεί αμέσως μετά τον πόλεμο. Αυτή τη φορά στόχος
είναι πρωτίστως να στερεωθεί το μνημείο ώστε να καταστεί ασφαλές και κατάλληλο για φιλοξενία θερινών παραστάσεων αρχαίου δράματος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Πρόκειται για εκτεταμένες ανακατασκευές και αποκαταστάσεις που γίνονται από την
τότε Διεύθυνση Αναστηλώσεων του Υπουργείου Παιδείας υπό την εποπτεία του Α. Ορλάν-δου και διαρκούν σχεδόν μια δεκαετία (1954-1963). Ανακατασκευάζονται πλήρως αμφό-
τερα τα αναλήμματα, ο ανατολικός πυλώνας εισόδου, στερεώνονται όλα τα εδώλια του
κάτω διαζώματος και προγραμματίζεται ανακατασκευή μέρους του προσκηνίου που
τελικά δεν υλοποιείται λόγω χρήσης του χώρου για το Φεστιβάλ.
Το 1988, τρεις δεκαετίες έντονης και ανεξέλεγκτης χρήσης του θεάτρου επιβάλλουν τρίτη φάση αναστηλωτικών εργασιών που ξεκινά στο πλαίσιο της δράσης της Ομάδας Εργασίας για την Συντήρηση των Μνημείων του Ασκληπιείου της Επιδαύρου (ΟΕΣΜΕ) του ΥΠ.ΠΟ. Πρόκειται κυρίως για διορθωτικές επεμβάσεις στις οποίες εφαρμόζονται για πρώτα φορά αυστηρά επιστημονικές μέθοδοι. Γίνονται εκατοντάδες συντηρήσεις, συγκολλήσεις, ανα-τάξεις και συμπληρώσεις εδωλίων, περιορίζεται η πρόσβαση στο μνημείο εκτός ωρών παραστάσεων, τίθενται περιορισμοί στη χρήση του κτιρίου της σκηνής, αποκαθίσταται
η αρχαία αποχέτευση του κοίλου, αποσυναρμολογείται, συντηρείται και ξαναστήνεται
ο δυτικός πυλών. Το 1988, το θέατρο εντάσσεται μαζί με ολόκληρο το Ασκληπιείο στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Θέατρο Επιδαύρου και Φεστιβάλ
Με το ξεκίνημα του μεσοπολέμου το θέμα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος εισέρ-
χεται βαθμιαία σε τροχιά υλοποίησης: ιδρύεται ο θίασος Επαγγελματικής Σχολής Θεάτ-
ρου (1924), το ζεύγους Σικελιανού διοργανώνει τις Δελφικές εορτές ενώπιον διεθνούς κοινού (1927, 1930), ιδρύεται το Εθνικό Θέατρο (1932) και συστηματοποιείται η έρευνα
για την σκηνική ερμηνεία των αρχαίων θεατρικών έργων. Το 1936 η Κυβέρνηση Μεταξά καθιερώνει ετήσιες «περιόδους εορτών» με παρουσιάσεις αρχαίων δραμάτων σε υπαίθρια θέατρα. Κορυφαίοι δημιουργοί του θεάτρου και της μουσικής επισκέπτονται το θέατρο
της Επιδαύρου και διοργανώνουν μεμονωμένες μουσικές και θεατρικές παραστάσεις στο φως της ημέρας, δοκιμάζοντας τις δυνατότητές του χώρου αλλά και το κατά πόσον οι ιδέες τους είναι εφαρμόσιμες. Το 1935 ο Δημήτρης Μητρόπουλος δίνει στο θέατρο της Επιδαύ-
ρου συναυλίες με μουσικούς της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών, ενώ το 1938
ο Δημήτρης Ροντήρης παρουσιάζει με δυνάμεις του Εθνικού Θεάτρου την σοφόκλεια Ηλέκτρα έχοντας ως αντίπαλες πρωταγωνίστριες την Κατίνα Παξινού (Ηλέκτρα) και την Ελένη Παπαδάκη (Κλυταιμνήστρα). Όμως η έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αναβάλλει κάθε περαιτέρω εξέλιξη γι' αργότερα.
Το 1955, κατά την ίδρυση των θερινών Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου από την Κυβέρ-νηση του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καραμανλή, η παρουσίαση αρχαίου δράματος καταλαμβάνει απολύτως κεντρική θέση. Η μακρά προϊστορία των ιδεολογικών εμμονών περί ιστορικής συνέχειας με την αρχαιότητα βρίσκει επιτέλους ολοκληρωμένη θεσμική έκφραση και ταυτόχρονα ιδανική έδρα. Ήδη, το καλοκαίρι του 1954 ο Ροντήρης είχε ανεβάσει δοκιμαστικά με δυνάμεις του Εθνικού Θεάτρου τον ευριπίδειο Ιππόλυτο σε αναβίωση παλαιότερης, ξαναδουλεμένης δικής του σκηνοθεσίας. Επίσημα εγκαίνια του θεσμού γίνονται στις 19/6/1955 από το Εθνικό Θέατρο με την Εκάβη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μινωτή και με πρωταγωνίστρια την Παξινού.
Στα 51 χρόνια λειτουργίας του Φεστιβάλ Επιδαύρου η σκηνή του διάσημου αρχαίου θεάτ-
ρου φιλοξένησε όλα τα κορυφαία ονόματα από τις παλαιότερες αλλά και τις νεώτερες γε-
νιές ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου της μεταπολεμικής περιόδου. Το πατημένο χώμα
της ορχήστρας του ανάγεται σε πεδίο υπέρτατης καταξίωσης για τους Έλληνες θεατρα-νθρώπους (ηθοποιούς, σκηνοθέτες, μουσικοσυνθέτες, χορογράφους, σκηνογράφους) και ταυτόχρονα μείζον πεδίο διαχρονικής εξέλιξης της ερμηνευτικής του αρχαίου δράματος. Κατά την πρώτη εικοσαετία των Επιδαυρίων ο χώρος ήταν αποκλειστικότητα του Εθνικού Θέατρο.
Εκτός από αρχαίο δράμα το θέατρο της Επιδαύρου φιλοξένησε αραιά παραγωγές όπερας, χορού, συναυλίες συμφωνικής μουσικής και άλλα είδη μουσικής. Οι διασημότερες όλων αυτών των διαφορετικών εκδηλώσεων είναι αναμφίβολα οι παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που παρουσίασε Νόρμα του Μπελίνι (1960) και Μήδεια του Κερουμπίνι (1961) με την Μαρία Κάλλας σε σκηνοθεσία Μινωτή και σκηνικά-κουστούμια Τσαρούχη.
*Το κείμενο περιλαμβανόταν στο Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου 2009
του Ασκληπιείου. Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου ήταν από τα μεγάλα πανελλήνια ιερά
της αρχαιότητας. Ανήκε στην Επίδαυρο, μια μικρή πόλη-κράτος των κλασικών χρόνων
που βρισκόταν στην κοντινή, δυτική ακτή του Σαρωνικού, στη θέση του σημερινού
οικισμού της Παλαιάς Επιδαύρου. Τα οικοδομήματα του Ασκληπιείου, ναοί, αθλητικές εγκαταστάσεις, θέατρο, λουτρά κλπ, απλώνονταν σε μια στενή, ορεινή κοιλάδα περιβαλ-λόμενη από βουνά που αφήνουν μόνον μία διέξοδο προς την θάλασσα.
Ιστορικά στοιχεία για το θέατρο της Επιδαύρου
Στοιχείο τυπικό της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων, η λατρεία του Ασκληπιού πλαι-σιωνόταν με αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες καθώς επίσης και από παραστά-
σεις δράματος. Συνεπώς, οι εκδηλώσεις (μουσικοί, ωδικοί αγώνες, θεατρικές παρασ-
τάσεις) στο θέατρο αποτελούσαν αναπόσπαστο, ουσιαστικό μέρος των εορταστικών δρωμένων προς τιμήν του ιατρού θεού. Τις παραστάσεις παρακολουθούσαν οι ασθε-
νείς και οι προσκυνητές που προσέρχονταν στο ιερό. Η αρχιτεκτονική μορφή της
σκηνής του θεάτρου της Επιδαύρου δείχνει ότι αυτό προοριζόταν για την παρουσία-
ση δραμάτων με την συμβατική μορφή που οριστικοποιήθηκε στην Αθήνα κατά τον
5ο αιώνα π.Χ. Επιπλέον, αντίθετα απ' ό,τι συνέβη σε άλλα θέατρα των κλασικών ή ελληνιστικών χρόνων, το συγκεκριμένο δεν αναμορφώθηκε κατά τα ρωμαϊκά χρόνια
κι έτσι διατήρησε την αυθεντική του μορφή μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Κατά την επικρατέστερη επιστημονική άποψη κατασκευάστηκε σε δύο διακεκριμένες φάσεις.
Η πρώτη τοποθετείται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, περί το τέλος της πρώτης περιό-
δου ακμής του Ασκληπιείου που συνοδεύτηκε από σημαντική οικοδομική ανάπτυξη.
Η δεύτερη συμπίπτει με τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα.
Θέατρο Επιδαύρου - Αρχιτεκτονική
Το θέατρο είναι το καλύτερα διατηρημένο κτίσμα του Ασκληπιείου της Επιδαύρου.
Σε αυτό συναντάμε την χαρακτηριστική τριμερή διάρθρωση του ελληνιστικού θεάτ-
ρου στην ιδανική της έκφανση: κοίλο, ορχήστρα, σκηνικό οικοδόμημα. Η ορχήστρα
του είναι απολύτως κυκλική, με δάπεδο από πατημένο χώμα εγκιβωτισμένο σε λίθινο περιμετρικό δακτύλιο. Έχει διάμετρο 19,5 μέτρα και περιβάλλεται από ανοιχτό απο-χετευτικό αγωγό για την απομάκρυνση των νερών της βροχής που ρέουν από το κοίλο.
Το κοίλο του θεάτρου είναι άριστα προσαρμοσμένο στην φυσική κοιλότητα της βόρειας πλαγιάς του όρους Κυνόρτιο με κλίση περί τις 26 μοίρες. Αποτελείται από δύο μέρη που χωρίζονται από περιμετρικό διάδρομο: το κατώτερο έχει 34 σειρές εδωλίων και το ανώ-
τερο, που κατασκευάστηκε στην δεύτερη οικοδομική φάση, 21. Στενές κλίμακες ανόδου κατατέμνουν τα δύο μέρη σε σφηνοειδείς κερκίδες. Σε κάτοψη το κοίλο υπερβαίνει το ημικύκλιο η δε χάραξή του είναι ελαφρά ελλειψοειδής. Στα δύο άκρα καταλήγει σε ισχυ-
ρούς αναλημματικούς τοίχους. Η χωρητικότητά του θεάτρου ανέρχεται περίπου σε
14.000 θεατές. Το επίμηκες σκηνικό οικοδόμημα, που εφάπτονταν στην ορχήστρα κλείνοντας απ' άκρου σε άκρο το άνοιγμα του κοίλου προς βορρά, αναπτυσσόταν σε
δύο μέρη. Εμπρός βρισκόταν το υπερυψωμένο προσκήνιο με όψη ιωνικού ρυθμού και προέχοντα άκρα. Πίσω ορθωνόταν το διώροφο κτίριο της σκηνής. Η όψη του δεύτερου ορόφου αρθρωνόταν σε μεγάλα ανοίγματα για την υποδοχή ζωγραφιστών πινάκων (σκηνικών). Δύο ράμπες οδηγούσαν εκατέρωθεν στο επίπεδο του προσκηνίου.
Πυλώνες ιωνικού ρυθμού, με δύο θύρες συνέδεαν αρχιτεκτονικά την σκηνή με τα ανα-
λήμματα του κοίλου. Η άριστη ακουστική του Θεάτρου της Επιδαύρου, που ασφαλώς
θα ενισχυόταν από τον ανακλαστήρα του αρχικού σκηνικού οικοδομήματος, οφείλεται
στην τέλεια γεωμετρία του σχεδιασμού.
Ο Παυσανίας επισκέφθηκε το Θέατρο της Επιδαύρου γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή τουλάχιστον τέσσερις αιώνες μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης κατασκευαστι-
κής του φάσης, και εκφράζει απερίφραστο θαυμασμό για την ομορφιά και την αρμονία
του. Ως αρχιτέκτονα του διάσημου θεάτρου κατονομάζει τον Πολύκλειτο, στον οποίο πιστώνει και την κυκλική Θυμέλη (Θόλο). Παραμένει αδιευκρίνιστο αν ο αρχαίος περιη-γητής ταυτίζει τον αρχιτέκτονα των οικοδομημάτων με τον ομώνυμο, κορυφαίο Αργείο γλύπτη του 5ου αιώνα π.Χ. (που θα ήταν λάθος) και πάντως η αναφορά του παραμένει επιστημονικά ανεπιβεβαίωτη.
Η σημερινή μορφή του θεάτρου της Επιδαύρου είναι αποτέλεσμα διαδοχικών αναστηλω-τικών επεμβάσεων.
Θέατρο Επιδαύρου - Σύντομο αρχαιολογικό χρονικό
Το θέατρο λειτούργησε επί αρκετούς αιώνες. Το 395 μ.Χ. Γότθοι που εισβάλλουν στην Πελοπόννησο προκαλούν σοβαρές καταστροφές στο Ασκληπιείο. Το 426 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος απαγορεύει με διάταγμα την λειτουργία των Ασκληπιείων και το ιερό της Επιδαύρου κλείνει οριστικά ύστερα από σχεδόν 1.000 χρόνια λειτουργίας. Φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες επεμβάσεις ολοκληρώνουν την ερήμωση του χώρου.
Το κοίλο του θεάτρου θάβεται σε προσχώσεις μικρού βάθους και διασώζεται.
Αντιθέτως, τα προέχοντα ερείπια της σκηνής λεηλατούνται συστηματικά καθ' όλη την διάρκεια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Το 1881 η Αρχαιολογική Εταιρία
ξεκινά συστηματική ανασκαφή. Παρ' ότι το σκηνικό οικοδόμημα είναι αφανισμένο το
κοίλο αποκαλύπτεται σε καλή κατάσταση με μόνη φθορά τα γκρεμισμένα αναλήμματα. Σύντομα το θέατρο γίνεται διάσημο και ελκύει την προσοχή της ελληνικής κοινής γνώμης της εποχής που διακατέχεται από το επίμονο ιδεολόγημα της ιστορικής συνέχειας με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν. Η επανεμφάνιση του καλοδιατηρημένου αργολικού θεάτρου, ονομαστού ήδη από την αρχαιότητα, συσχετίζεται στενά με το θέμα της ανα-βίωσης του αρχαίου δράματος. Το πιεστικό αίτημα για πολιτιστική και οικονομική αξιο-ποίηση (δηλαδή χρήση) των αρχαίων θεάτρων ωθεί σε βιαστικές, λανθασμένες επεμβά-
σεις αποκατάστασης του κοίλου. Το 1907 αναστηλώνεται η δυτική πάροδος και ο παράπ- λευρος αναλημματικός τοίχος.
Δεύτερη φάση επεμβάσεων ακολουθεί αμέσως μετά τον πόλεμο. Αυτή τη φορά στόχος
είναι πρωτίστως να στερεωθεί το μνημείο ώστε να καταστεί ασφαλές και κατάλληλο για φιλοξενία θερινών παραστάσεων αρχαίου δράματος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Πρόκειται για εκτεταμένες ανακατασκευές και αποκαταστάσεις που γίνονται από την
τότε Διεύθυνση Αναστηλώσεων του Υπουργείου Παιδείας υπό την εποπτεία του Α. Ορλάν-δου και διαρκούν σχεδόν μια δεκαετία (1954-1963). Ανακατασκευάζονται πλήρως αμφό-
τερα τα αναλήμματα, ο ανατολικός πυλώνας εισόδου, στερεώνονται όλα τα εδώλια του
κάτω διαζώματος και προγραμματίζεται ανακατασκευή μέρους του προσκηνίου που
τελικά δεν υλοποιείται λόγω χρήσης του χώρου για το Φεστιβάλ.
Το 1988, τρεις δεκαετίες έντονης και ανεξέλεγκτης χρήσης του θεάτρου επιβάλλουν τρίτη φάση αναστηλωτικών εργασιών που ξεκινά στο πλαίσιο της δράσης της Ομάδας Εργασίας για την Συντήρηση των Μνημείων του Ασκληπιείου της Επιδαύρου (ΟΕΣΜΕ) του ΥΠ.ΠΟ. Πρόκειται κυρίως για διορθωτικές επεμβάσεις στις οποίες εφαρμόζονται για πρώτα φορά αυστηρά επιστημονικές μέθοδοι. Γίνονται εκατοντάδες συντηρήσεις, συγκολλήσεις, ανα-τάξεις και συμπληρώσεις εδωλίων, περιορίζεται η πρόσβαση στο μνημείο εκτός ωρών παραστάσεων, τίθενται περιορισμοί στη χρήση του κτιρίου της σκηνής, αποκαθίσταται
η αρχαία αποχέτευση του κοίλου, αποσυναρμολογείται, συντηρείται και ξαναστήνεται
ο δυτικός πυλών. Το 1988, το θέατρο εντάσσεται μαζί με ολόκληρο το Ασκληπιείο στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Θέατρο Επιδαύρου και Φεστιβάλ
Με το ξεκίνημα του μεσοπολέμου το θέμα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος εισέρ-
χεται βαθμιαία σε τροχιά υλοποίησης: ιδρύεται ο θίασος Επαγγελματικής Σχολής Θεάτ-
ρου (1924), το ζεύγους Σικελιανού διοργανώνει τις Δελφικές εορτές ενώπιον διεθνούς κοινού (1927, 1930), ιδρύεται το Εθνικό Θέατρο (1932) και συστηματοποιείται η έρευνα
για την σκηνική ερμηνεία των αρχαίων θεατρικών έργων. Το 1936 η Κυβέρνηση Μεταξά καθιερώνει ετήσιες «περιόδους εορτών» με παρουσιάσεις αρχαίων δραμάτων σε υπαίθρια θέατρα. Κορυφαίοι δημιουργοί του θεάτρου και της μουσικής επισκέπτονται το θέατρο
της Επιδαύρου και διοργανώνουν μεμονωμένες μουσικές και θεατρικές παραστάσεις στο φως της ημέρας, δοκιμάζοντας τις δυνατότητές του χώρου αλλά και το κατά πόσον οι ιδέες τους είναι εφαρμόσιμες. Το 1935 ο Δημήτρης Μητρόπουλος δίνει στο θέατρο της Επιδαύ-
ρου συναυλίες με μουσικούς της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών, ενώ το 1938
ο Δημήτρης Ροντήρης παρουσιάζει με δυνάμεις του Εθνικού Θεάτρου την σοφόκλεια Ηλέκτρα έχοντας ως αντίπαλες πρωταγωνίστριες την Κατίνα Παξινού (Ηλέκτρα) και την Ελένη Παπαδάκη (Κλυταιμνήστρα). Όμως η έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αναβάλλει κάθε περαιτέρω εξέλιξη γι' αργότερα.
Το 1955, κατά την ίδρυση των θερινών Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου από την Κυβέρ-νηση του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καραμανλή, η παρουσίαση αρχαίου δράματος καταλαμβάνει απολύτως κεντρική θέση. Η μακρά προϊστορία των ιδεολογικών εμμονών περί ιστορικής συνέχειας με την αρχαιότητα βρίσκει επιτέλους ολοκληρωμένη θεσμική έκφραση και ταυτόχρονα ιδανική έδρα. Ήδη, το καλοκαίρι του 1954 ο Ροντήρης είχε ανεβάσει δοκιμαστικά με δυνάμεις του Εθνικού Θεάτρου τον ευριπίδειο Ιππόλυτο σε αναβίωση παλαιότερης, ξαναδουλεμένης δικής του σκηνοθεσίας. Επίσημα εγκαίνια του θεσμού γίνονται στις 19/6/1955 από το Εθνικό Θέατρο με την Εκάβη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μινωτή και με πρωταγωνίστρια την Παξινού.
Στα 51 χρόνια λειτουργίας του Φεστιβάλ Επιδαύρου η σκηνή του διάσημου αρχαίου θεάτ-
ρου φιλοξένησε όλα τα κορυφαία ονόματα από τις παλαιότερες αλλά και τις νεώτερες γε-
νιές ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου της μεταπολεμικής περιόδου. Το πατημένο χώμα
της ορχήστρας του ανάγεται σε πεδίο υπέρτατης καταξίωσης για τους Έλληνες θεατρα-νθρώπους (ηθοποιούς, σκηνοθέτες, μουσικοσυνθέτες, χορογράφους, σκηνογράφους) και ταυτόχρονα μείζον πεδίο διαχρονικής εξέλιξης της ερμηνευτικής του αρχαίου δράματος. Κατά την πρώτη εικοσαετία των Επιδαυρίων ο χώρος ήταν αποκλειστικότητα του Εθνικού Θέατρο.
Εκτός από αρχαίο δράμα το θέατρο της Επιδαύρου φιλοξένησε αραιά παραγωγές όπερας, χορού, συναυλίες συμφωνικής μουσικής και άλλα είδη μουσικής. Οι διασημότερες όλων αυτών των διαφορετικών εκδηλώσεων είναι αναμφίβολα οι παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που παρουσίασε Νόρμα του Μπελίνι (1960) και Μήδεια του Κερουμπίνι (1961) με την Μαρία Κάλλας σε σκηνοθεσία Μινωτή και σκηνικά-κουστούμια Τσαρούχη.
*Το κείμενο περιλαμβανόταν στο Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου